Ο πλανήτης βιώνει μια δεινή ενεργειακή κρίση που ενισχύθηκε με τον πόλεμο στην Ουκρανία και προστέθηκε στο επιβαρυμένο περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί εξαιτίας της κλιματικής και υγειονομικής κρίσης της πανδημίας του SARS-CoV-2. Οι τιμές των ορυκτών καυσίμων (πετρελαίου και, κυρίως, φυσικού αερίου) σημείωσαν κατακόρυφη άνοδο, με την αβεβαιότητα στον ενεργειακό τομέα να κλυδωνίζει τις οικονομίες και την κοινωνική συνοχή τόσο σε Ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η αναστολή των παραδόσεων φυσικού αερίου σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Πολωνία, Βουλγαρία) από την πλευρά της Ρωσίας συνιστά γεγονός πρωτόγνωρο κατά τα τελευταία χρόνια που θέτει υπό αμφισβήτηση την απρόσκοπτη τροφοδοσία της Γηραιάς Ηπείρου με φυσικό αέριο με εύλογο κόστος και δοκιμάζει την ενεργειακή επάρκεια και ασφάλεια της Ευρώπης.
Η μοναδική ουσιαστική λύση για την αντιμετώπιση της παρούσας ενεργειακής κρίσης και την άμβλυνση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης είναι η ταχύτερη δυνατή προώθηση της ενεργειακής μετάβασης που βρίσκεται σε εξέλιξη με αιχμή του δόρατος τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Το περιβάλλον υψηλών ενεργειακών τιμών έχει οδηγήσει σε περαιτέρω βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των σταθμών παραγωγής πράσινης ενέργειας έναντι των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής που τροφοδοτούνται με άνθρακα και φυσικό αέριο.
Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΙΕΑ), το κόστος των ώριμων τεχνολογιών ΑΠΕ (φωτοβολταϊκών και χερσαίων αιολικών) αναμένεται να διαμορφωθεί σε επίπεδα από 15% έως 25% υψηλότερα το 2022 σε σχέση με το 2020, λόγω της ανόδου των τιμών πρώτων υλών και των εξόδων μεταφοράς. Ωστόσο, ο Οργανισμός επισημαίνει ότι οι συγκεκριμένες τεχνολογίες ΑΠΕ θα παραμείνουν ανταγωνιστικές έναντι των συμβατικών μονάδων. Επιπροσθέτως, με βάση μελέτη που εκπονήθηκε για λογαριασμό της ΕΛΕΤΑΕΝ, το συνολικό όφελος από τα αιολικά και φωτοβολταϊκά στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας διαμορφώθηκε σε 2,5 δις € για το 2021, παρέχοντας μια σημαντική οικονομική ελάφρυνση στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα.
Στο ενεργειακό δίλημμα «μεταβλητότητα παραγωγής από αέναους φυσικούς πόρους vs μεταβλητότητα τιμών ορυκτών καυσίμων», οι ΑΠΕ αναδεικνύονται σε ουσιαστική και αξιόπιστη στρατηγική επιλογή. Η εκτεταμένη ανάπτυξη των μονάδων ΑΠΕ καθίσταται βιώσιμη και επωφελής για το ενεργειακό σύστημα μέσα από την ταυτόχρονη ανάπτυξη συστημάτων κεντρικής αποθήκευσης ενέργειας. Πέραν των παραδοσιακών μεθόδων αποθήκευσης (αντλησιοταμίευση), η εγκατάσταση συσσωρευτών (μπαταρίες) για αποθήκευση ενέργειας δύναται να αντισταθμίσει την διαλείπουσα παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ και να προσφέρει επιπρόσθετα οφέλη σε επίπεδο εξισορρόπησης (balancing) και παροχής επικουρικών υπηρεσιών (ancillary services) στο σύστημα.
Επιπροσθέτως, το «πράσινο» υδρογόνο αναμένεται να διαδραματίσει κομβικό ρόλο σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία, υποκαθιστώντας συμβατικά ενεργειακά προϊόντα, εξαλείφοντας εκπομπές αερίων θερμοκηπίου σε ενεργοβόρους τομείς όπως οι μεταφορές, η θέρμανση και οι βιομηχανικές διεργασίες και επιτρέποντας την δια-εποχική αποθήκευση ενέργειας σε ευρεία κλίμακα.
Τέλος, ο στόχος προς μια οικονομία μηδενικών εκπομπών θα καταστεί επιτεύξιμος μέσα και από την επέκταση των υποδομών σε ηλεκτρικές διασυνδέσεις, την περαιτέρω διείσδυση της ψηφιοποίησης στον ενεργειακό τομέα καθώς και την αξιοποίηση εναλλακτικών ανανεώσιμων πόρων (υπεράκτιο αιολικό δυναμικό, γεωθερμία, βιομάζα).
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ξεκάθαρη πολιτική βούληση για πλήρη απεξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης αποτυπώνεται στο σχέδιο “REPowerEU” που παρουσίασε στις 18 Μάϊου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το οποίο συνοδεύεται από κινητοποίηση κεφαλαίων πλησίον των 300 δις €. Στα κυριότερα σημεία του “REPowerEU” περιλαμβάνονται η αύξηση του στόχου ΑΠΕ από το 40% στο 45% μέχρι το 2030, η επιτάχυνση των αδειοδοτικών διαδικασιών για νέα έργα ΑΠΕ και η αναγνώριση της ανανεώσιμης ενέργειας ως υπέρτατου δημόσιου συμφέροντος.
Από την πλευρά της Ελληνικής Πολιτείας, η προτεραιότητα που έχει τεθεί όσον αφορά την επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης είναι ξεκάθαρη και αποτυπώνεται στον Εθνικό Κλιματικό Νόμο που κατατέθηκε πρόσφατα προς ψήφιση στη Βουλή. Πρόκειται για τον πρώτο νόμο του Κράτους που καθορίζει το θεσμικό πλαίσιο, συγκεκριμένους στόχους και μέτρα για την σταδιακή μείωση των καθαρών ανθρωπογενών εκπομπών αερίου θερμοκηπίου προς την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας στην χώρα έως το 2050. Ο Εθνικός Κλιματικός Νόμος περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την απαγόρευση παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από στερεά ορυκτά καύσιμα μετά το 2028, με δυνατότητα επίσπευσης, όντας σε κοινή γραμμή με το φιλόδοξο πρόγραμμα απολιγνιτοποίησης που έχει προδιαγραφεί στο Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (ΣΔΑΜ).
Επίσης, ο εν λόγω νόμος αναγνωρίζει την μεγαλύτερη δυνατή διείσδυση των ΑΠΕ ως προαπαιτούμενο της επιτυχούς ενεργειακής μετάβασης. Οι νέοι στόχοι διείσδυσης ανά τεχνολογία ΑΠΕ αναμένεται να συγκεκριμενοποιηθούν στο αναθεωρημένο εθνικό σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ) που επεξεργάζεται το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ). Οι εκτιμήσεις της αγοράς κάνουν λόγο για συνολική εγκατεστημένη ισχύ ΑΠΕ τουλάχιστον 25GW μέχρι το 2030, έναντι 18,9GW που προβλέπει το ισχύον ΕΣΕΚ.
Το σχέδιο νόμου της ΄Β φάσης εκσυγχρονισμού της αδειοδοτικής διαδικασίας έργων ΑΠΕ τέθηκε, επίσης πρόσφατα, σε δημόσια διαβούλευση και προστέθηκε στη σειρά νομοθετικών μέτρων απλοποίησης της συνολικής διαδικασίας. Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο στοχεύει στην χρονική επιτάχυνση της ανάπτυξης έργων ΑΠΕ, μέσα από την μείωση του εκτιμώμενου χρονικού διαστήματος αδειοδότησης νέων έργων και τον περιορισμό των σταδίων της αδειοδοτικής διαδικασίας και του αριθμού των απαιτούμενων δικαιολογητικών. Επιπλέον, στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο παρουσιάζεται το θεσμικό πλαίσιο για την αδειοδότηση μονάδων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας που αναμένεται να οδηγήσει στον πλήρη μετασχηματισμό της ενεργειακής αγοράς.
Ο ρόλος της ΔΕΗ Ανανεώσιμες στο διαμορφωμένο ενεργειακό γίγνεσθαι είναι ηγετικός και στηρίζεται στην κατοχή του μεγαλύτερου χαρτοφυλακίου έργων ΑΠΕ, άνω των 10GW, στην Ελλάδα.
Η ΔΕΗ Ανανεώσιμες είναι μια 100% θυγατρική εταιρεία της ΔΕΗ. Έχοντας κατασκευάσει και λειτουργώντας αιολικά πάρκα, υδροηλεκτρικούς σταθμούς, φωτοβολταϊκά πάρκα και ένα υβριδικό σταθμό παραγωγής ενέργειας, η ΔΕΗ Ανανεώσιμες κατέχει μια ισχυρή θέση στην Ελληνική αγορά των ΑΠΕ και φιλοδοξεί να αποτελέσει τον κινητήριο μοχλό στον υπό εξέλιξη ενεργειακό μετασχηματισμό του Ομίλου ΔΕΗ.
Με παρουσία σε όλες τις μορφές ΑΠΕ, η ΔΕΗ Ανανεώσιμες στοχεύει, μέσα από έναν συνδυασμό οργανικής ανάπτυξης και στρατηγικών συνεργασιών, να επεκτείνει το χαρτοφυλάκιο έργων της συμπεριλαμβάνοντας καινοτόμες τεχνολογίες όπως η αποθήκευση ενέργειας, τα υπεράκτια αιολικά πάρκα και τα πλωτά φωτοβολταϊκά. Η συνεργασία της ΔΕΗ Ανανεώσιμες με τον ενεργειακό κολοσσό RWE είχε ως ορόσημο την σύσταση της κοινής εταιρείας που θα υλοποιήσει επενδύσεις ύψους άνω του 1 δις € μέσα από την κατασκευή έργων ΑΠΕ συνολικής εγκατεστημένης ισχύος έως 2 GW.
Η ΔΕΗ Ανανεώσιμες λειτουργεί σήμερα έργα συνολικής ισχύος 250 MW, αναπτύσσει με γρήγορους ρυθμούς το χαρτοφυλάκιό της και ήδη αυτήν την περίοδο κατασκευάζει έργα συνολικής ισχύος 360 MW, που θα υπερδιπλασιάσουν την εγκατεστημένη ισχύ της εντός του έτους. Tο επιχειρηματικό πλάνο της εταιρείας έχει ως στόχο η εγκατεστημένη ισχύς της να ξεπεράσει εντός του 2022 τα 500 MW, να φτάσει το 1,5 GW μέχρι το 2023 και να διαμορφωθεί στα επίπεδα των 5 GW σε βάθος πενταετίας.
Στη ΔΕΗ Ανανεώσιμες παρακολουθούνται οι επιδόσεις και λαμβάνονται μέτρα προκειμένου να ευθυγραμμίζονται η στρατηγική και οι δραστηριότητες της εταιρείας με βέλτιστες πρακτικές που συμβάλλουν στην εκπλήρωση των βιώσιμων κριτηρίων για το Περιβάλλον, την Κοινωνία και τη βιώσιμη Εταιρική Διακυβέρνηση (ESG κριτήρια). Η ΔΕΗ Ανανεώσιμες επενδύει σταθερά σε υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό με σταθερή δέσμευση για συνεχή βελτίωση της εργασιακής καθημερινότητας και την εδραίωση μιας ισχυρής εργασιακής κουλτούρας, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την πιστοποίηση Great Place to Work® που εξασφάλισε τελευταία.
Στρατηγικός στόχος της ΔΕΗ Ανανεώσιμες είναι να οδηγήσει την ενεργειακή μετάβαση προς μια οικονομία μηδενικών εκπομπών μέσω σημαντικών επενδύσεων σε έργα ΑΠΕ διατηρώντας στο επίκεντρο τον άνθρωπο και την προστασία του περιβάλλοντος.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Μαύρος είναι Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ Ανανεώσιμες
(Το άρθρο περιλαμβάνεται στον τόμο Greek Energy 2022 του energypress)