του Γιώργου Φιντικάκη
Το φθηνό ρεύμα από τις ΑΠΕ δεν φτάνει πάντα στο καταναλωτή. Ακόμη και όταν έχει πολύ ήλιο ή άνεμο, η χονδρεμπορική τιμή ρεύματος στην Ελλάδα παραμένει από τις υψηλότερες στην Ευρώπη.
Τέταρτη ακριβότερη στην Ευρώπη ήταν η ελληνική αγορά χονδρικής στο πρώτο τετράμηνο του 2024, παρά τα ρεκόρ παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ. Το γνωρίζει καλά η βιομηχανία που συνεχίζει να έχει διπλάσιο ενεργειακό κόστος σε σχέση με τη Γερμανία.
Στην εξίσωση όμως έχει προστεθεί πλέον ένας συντελεστής που μπορεί να ανατρέψει τα πάντα, μια απόλυτη ασύμμετρη απειλή, η ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, η τέλεια συνταγή για μπλακ άουτ.
Στη νέα αυτή εποχή των φωτοβολταικών, το peak της ζήτησης συνεχίζει να εμφανίζεται τις βραδυνές ώρες, ωστόσο η μεγάλη προσφορά ενέργειας καταγράφεται πλέον τα μεσημέρια, όχι τα βράδια όπως κάποτε που το ρεύμα το οποίο καταναλώναμε προέρχονταν κυρίως λιγνίτη και φυσικό αέριο.
Τώρα το πάνω χέρι το έχουν οι ΑΠΕ, των οποίων η απόδοση έχει αυξομειώσεις (αυτό που αποκαλείται στοχαστικότητα), αναλόγως του αν έχει ήλιο ή φυσάει, πρόβλημα που θα θεραπευτεί μόνο με μαζικές επενδύσεις σε μπαταρίες αποθήκευσης, κάτι που θα αργήσει να συμβεί.
Η ανισορροπία είναι προφανής, το ίδιο και οι κίνδυνοι εκτεταμένων μπλακ άουτ, όπως παρ’ ολίγο να συμβεί την Κυριακή του Πάσχα.
Για να αποτραπεί, οι ποσότητες ενέργειας από ΑΠΕ που παρήχθησαν αλλά περικόπηκαν, δηλαδή «πετάχτηκαν στα σκουπίδια», ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Αν όμως ένα έργο δεν πρόκειται να πληρωθεί, όπως συμβαίνει όλο και πιο συχνά τα μεσημέρια, με τις τιμές χονδρικής να γίνονται μηδενικές ή και αρνητικές λόγω της υπερπληθώρας φωτοβολταϊκών, μικρή σημασία έχει αν θα περικοπεί η παραγωγή του. Ούτως ή άλλως η κατασκευή του αποθαρρύνεται.
Έχουμε μπει σε μια νέα κανονικότητα. Κάνει ταχύτατα την εμφάνιση της παντού στην Ευρώπη, σαρώνει όλα όσα ξέραμε και μόλις τώρα αρχίζει να γίνεται αντιληπτό από το ευρύ κοινό, όταν έγινε γνωστό ότι η κυβέρνηση εξετάζει τη μετατόπιση του νυχτερινού τιμολογίου ηλεκτρικού ρεύματος σε πρωινές ή μεσημεριανές ώρες. Τουλάχιστον για κάποιους μήνες το χρόνο.
Το Liberal επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει αυτή τη νέα εποχή στην ενέργεια που δεν έχει πλέον καμία σχέση με όσα ξέραμε και να βοηθήσει να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει μέσα από 20 ερωτα-απαντήσεις.
Εξετάζεται πράγματι, όπως ακούγεται, η μεταφορά του νυχτερινού τιµολογίου ηλεκτρικού ρεύµατος στις µεσηµεριανές ώρες; Για ποιες ώρες θα συμβεί αυτό και γιατί;
Το σχέδιο που εξετάζει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας αποσκοπεί πράγματι στη μετατόπιση της ζήτησης τις πρωινές και μεσημερινές ώρες, με σκοπό να αντιμετωπίσει το διπλό πρόβλημα των μηδενικών – αρνητικών τιμών και των περικοπών πράσινης ενέργειας από ΑΠΕ που εξελίσσεται σε δομικό.
Αν η ζήτηση δεν μετατοπιστεί στις ώρες όπου καταγράφεται η μεγαλύτερη προσφορά ηλεκτρικής ενέργειας, τότε τα επόμενα δύο χρόνια όταν θα μπουν στο σύστημα επιπλέον 5 GW έργων ΑΠΕ, όπως υπολογίζεται, κυρίως φωτοβολταϊκά, και θα προστεθούν στα εν λειτουργία 12,5 GW, η απειλή μπλάκ άουτ θα είναι καθημερινή.
Οι περικοπές τεράστιες. Οι αρνητικές τιμές συνεχείς, και οι παραγωγοί ΑΠΕ που θα πρέπει να πληρώνουν συνεχώς για να εγχύσουν την ενέργεια τους στο σύστημα (όπως συνέβη για 11 ώρες τον Απρίλιο) απλώς θα βάλουν λουκέτο.
Η μεταφορά μέρους της κατανάλωσης των νοικοκυριών από το βράδυ σε ζώνες που δεν είναι αιχμής, όπως το πρωί και τα μεσημέρια, θα επιτρέψει να αυξηθεί η ζήτηση τις ώρες όπου οι ΑΠΕ δουλεύουν στο φουλ. Ο τρόπος για να γίνει αυτό είναι να μεταφερθεί το φθηνό νυκτερινό τιμολόγιο από το βράδυ τα πρωινά ή τα μεσημέρια.
Εχει καταλήξει το υπουργείο ως προς το πώς θα λειτουργεί το νέο σύστημα;
Οχι. Τα τεχνικά θέματα είναι ακόμη πολλά, η μελέτη δεν έχει ακόμη απαντήσει ως προς το πώς θα αξιοποιείται το νυκτερινό τιμολόγιο στη διάρκεια της ημέρας όπου οι καταναλωτές απουσιάζουν από το σπίτι, ποιους θα αφορά αυτό, αν είναι εφικτό να εφαρμοστεί σε όσους έχουν μετρητή νυχτερινού τιμολογίου ή όχι.
Ενα είναι βέβαιο. Αν δεν βρεθεί τρόπος να ταυτοχρονισθούν η ζήτηση με τη προσφορά ενέργειας, θα ζήσουμε στο όχι πολύ μακρινό μέλλον, πρωτόγνωρες καταστάσεις.
Τι θα συμβεί αν δεν αναδρομολογηθεί η ζήτηση από τις βράδυνες ώρες τα μεσημέρια;
Η ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης θα παγιωθεί, αναπόφευκτα θα αρχίσουμε να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μπλακ άουτ, κι όλο αυτό σε συνθήκες πολλαπλασιασμού των ωρών μηδενικών ή αρνητικών τιμών στη χονδρική του ρεύματος, γεγονός που μεταφράζεται σε επενδυτική ανασφάλεια.
Αυτό σημαίνει ότι για τις ώρες εκείνες, οι επενδυτές όχι μόνο δεν πληρώνονται, αλλά όταν είναι αρνητικές οι τιμές, θα πρέπει να βάλουν και το χέρι στην τσέπη, όπως συνέβη για 11 ώρες τον Απρίλιο.
Είναι ένα οικονομικό αντικίνητρο που προβλέπεται από την ίδια την αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας (Target Model), προκειμένου να μην παράγουν οι σταθμοί, αφού ούτως ή άλλως οι ποσότητες αυτές θα μείνουν αδιάθετες. Είναι με άλλα λόγια «σκουπίδια», αφού δεν υπάρχει ζήτηση ή εξαγωγές για να καλύψουν.
Αν όμως ένα έργο δεν πρόκειται να πληρωθεί, μικρή σημασία έχει αν θα περικοπεί η παραγωγή του, αφού ούτως ή άλλως μειώνονται ή εξαλείφονται οι πιθανότητες να κατασκευασθεί.
Αφού είναι έτσι γιατί δεν βλέπουμε ένα φρένο στις αιτήσεις για ΑΠΕ παρά αυτές συνεχίζουν να υποβάλλονται με αμείωτο ρυθμό;
Δεν έχει ακόμη χωνέψει το επενδυτικό κοινό τις ανατροπές που φέρνουν οι μηδενικές τιμές, όλοι πιστεύουν ότι με κάποιο («μαγικό») τρόπο θα πληρωθούν.
Αν καταλάβουν οι επενδυτές τι πραγματικά συμβαίνει, τότε θα μετριαστεί και το υπερβολικό επενδυτικό ενδιαφέρον για όρους σύνδεσης στον ΑΔΜΗΕ, το οποίο παραμένει αμείωτο, με τις αιτήσεις να συνεχίζονται κανονικά. Είναι μέχρι οι τράπεζες να συνειδητοποιήσουν ότι τα έσοδα από το ρεύμα που πουλάνε οι παλαιοί πελάτες τους μειώνονται με κίνδυνο κάποια δάνεια να «κοκκινίσουν» και ότι οι όροι χρηματοδότησης για τα νέα έργα πρέπει να αλλάξουν. Τότε θα αλλάξει και η συνολική τους στάση.
Αλλά για την ώρα, η αγορά αρνείται να δει αυτή τη νέα κανονικότητα.
Πόσες αιτήσεις ΑΠΕ έχουν μέχρι σήμερα συγκεντρωθεί στον ΑΔΜΗΕ;
Στον κύκλο Μαίου του ΑΔΜΗΕ, υποβλήθηκαν αιτήματα για επιπλέον 0,6 GW έργα ΑΠΕ, τα οποία αν αθροιστούν στα συνολικά 42,6 GW που περιμένουν «στην ουρά», προκύπτουν 43,2 GW.
Αθροίζοντας σε αυτά, όσα έργα βρίσκονται σε λειτουργία και έχουν ήδη πάρει όρους σύνδεσης (άρα θα κατασκευαστούν κάποια στιγμή), προκύπτουν συνολικά 70,7 GW.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως με βάση το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), η Ελλάδα χρειάζεται 24,5 GW για το 2030, άρα τα 70,7 GW καλύπτουν σχεδόν τρεις φορές τις ανάγκες όλης της χώρας.
Η τιμή στη χονδρεμπορική πέφτει, οι τιμές φτάνουν τα μεσημέρια να είναι ακόμη και αρνητικές. Γιατί αυτό δεν αποτυπώνεται και στη λιανική;
Η αλήθεια είναι ότι η αποκλιμάκωση των τιμών χονδρικής στο ρεύμα έχει σταματήσει εδώ και ενάμισι μήνα να περνάει ολόκληρη ή στο μεγαλύτερο ποσοστό στη λιανική.
Ενώ η χονδρεμπορική ρεύματος υποχώρησε κατά 11% τον Απρίλιο, στα 60,11 ευρώ/MWh από τα 67,5 ευρώ/MWh τον Μάρτιο, τα πράσινα τιμολόγια στα οποία βρίσκεται πάνω από το 80% των καταναλωτών μειώθηκαν μόλις κατά 5%. H μέση τιμή των πράσινων τιμολογίων διαμορφώθηκε για τις καταναλώσεις του Μαΐου στα 10,3 λεπτά/KWh από 10,8 λεπτά/KWh τον Απρίλιο. Μέχρι και το προηγούμενο μήνα οι μειώσεις της χονδρικής περνούσαν σχεδόν όλες στη λιανική.
Τι άλλαξε από τον Απρίλιο; Οι μεγάλοι προμηθευτές επέλεξαν να ακολουθήσουν διαφορετική πολιτική και έπειτα από τις συνεχείς μειώσεις στις οποίες προέβησαν τους πρώτους μήνες εφαρμογής του πράσινου τιμολογίου, για να πάρουν πελάτες από τον ανταγωνισμό, επέλεξαν να τα κρατήσουν σταθερά.
Την ίδια περίπου πολιτική ακολούθησαν πολλοί πάροχοι και το Μάιο, διατηρώντας τις χρεώσεις τους στα ίδια περίπου επίπεδα με τον Απρίλιο.
Είναι μόνο θέμα εμπορικής πολιτικής των παρόχων ή συντρέχουν και άλλοι λόγοι;
Ένας άλλος λόγος που , όπως λένε οι ίδιοι οι πάροχοι, δεν έχουν μετακυλήσει στην κατανάλωση ολόκληρη τη μείωση της χονδρικής των τελευταίων μηνών, είναι για να «ισοφαρίσουν» τις απώλειες από τις ρευματοκλοπές.
Οι πάροχοι έχουν συμπεριλάβει στα τιμολόγια τους και μετακυλίουν στους καταναλωτές αυξημένα κόστη από απώλειες δικτύου, που οφείλονται κυρίως σε αύξηση των ρευματοκλοπών, οι οποίες εκτιμάται ότι κινούνται σε τουλάχιστον 400 εκατ ευρώ το χρόνο.
Γιατί πρέπει οι πάροχοι, δηλαδή οι καταναλωτές, να πληρώνουν την αδυναμία εντοπισμού όσων κλέβουν ρεύμα;
Προφανώς και δεν πρέπει, ωστόσο έτσι συμβαίνει εδώ και χρόνια και θα συνεχίσει να συμβαίνει μέχρι να καλυφθεί το μεγαλύτερο μέρος των νοικοκυριών από έξυπνους μετρητές, (στη μέση τάση έχουν εγκατασταθεί), ώστε να παταχθούν μια και καλή οι ρευματοκλοπές.
Σε τακτά χρονικά διαστήματα η ΡΑΕ, ορίζει, έπειτα από μελέτη που της υποβάλει ο ΔΕΔΔΗΕ, τον αποκαλούμενο τεχνικά «συντελεστή κανονικότητας» απωλειών δικτύου, οι οποίες περιλαμβάνουν και τις ρευματοκλοπές.
Σύμφωνα με τη τελευταία απόφαση της ΡΑΕ, αυτής του 2020, οι προμηθευτές έχουν ενσωματώσει για τις απώλειες δικτύου της περιόδου 2021-2024, ένα συντελεστή 13,54%. Καταβάλουν δηλαδή στον ΔΕΔΔΗΕ ένα επιπλέον 13,54% της ενέργειας που μεταφέρουν μέσω του δικτύου για να εξυπηρετήσουν τους πελάτες τους.
Είναι ενέργεια που ναι μεν έχει καταναλωθεί, αλλά δεν έχει τιμολογηθεί, καθώς αντιστοιχεί σε τεχνικές απώλειες του δικτύου και σε ρευματοκλοπές από επιτήδειους και κυκλώματα και την οποία πληρώνει ο καταναλωτής, επειδή ο ΔΕΔΔΗΕ και οι μέχρι πρότινος χαλαροί του έλεγχοι στα ρολόγια ανά 4 μήνο (πλέον γίνονται ανά μήνα) αδυνατεί να αντιμετωπίσει το φαινόμενο. Μέχρι και το Μάρτιο η επίπτωση στα τιμολόγια ήταν μικρή.
Αφού πρόκειται για μια πάγια τακτική, τι άλλαξε από τον Απρίλιο και μετά;
Λίγες μέρες προτού ανακοινώσουν τα τιμολόγια Απριλίου οι πάροχοι, έλαβαν νέες χρεώσεις από το ΔΕΔΔΗΕ για τις απώλειες του δικτύου των προηγούμενων ετών – τεχνικές και μη τεχνικές ρευματοκλοπές.
Αυτά τα κόστη κάποιοι πρέπει να τα πληρώσουν. Είναι ένας επιπλέον λόγος, πέραν του προηγούμενου για την εμπορική πολιτική, ως προς το γιατί οι μειώσεις από τη χονδρεμπορική τιμή ρεύματος δεν φτάνουν ολόκληρες στους καταναλωτές.
Πώς εξηγείται ότι παρά τις μειώσεις των τελευταίων μηνών στις τιμές χονδρικής, λόγω και της υψηλής παραγωγής των φθηνών ΑΠΕ, η Ελλάδα παραμένει μία από τις ακριβότερες αγορές της Ευρώπης στη χονδρεμπορική;
Πράγματι, τόσο για το 2023, όσο και για το πρώτο φετινό τετράμηνο, η μέση χονδρεμπορική τιμή ρεύματος κατατάσσει τη χώρα μας στην 4η ακριβότερη αγορά πανευρωπαϊκά. Το 2023 η μέση τιμή της μεγαβατώρας στην ελληνική αγορά διαμορφώθηκε στα 119,11 ευρώ, όταν οι τιμές στις αγορές της Ε.Ε. διαμορφώθηκαν κατά μέσον όρο στα 98,39 ευρώ. Υψηλότερες τιμές από την Ελλάδα είχαμε στην Ιταλία (127,24 ευρώ/MWh) τη Μάλτα (126,11 ευρώ/ΜWh) και την Ιρλανδία (121,92 ευρώ/MWh).
Στο πρώτο τετράμηνο, την πρώτη θέση κατέχει σταθερά η Ιταλία με τιμή μεγαβατώρας στα 90,69 ευρώ και ακολουθεί η Ιρλανδία (90,01 ευρώ), η Πολωνία (81,52 ευρώ) και η Ελλάδα (73,68 ευρώ), όπως φαίνεται στο σχετικό πίνακα. Αν και η παραγωγή ΑΠΕ σημείωσε ρεκόρ, τόσο πέρυσι, καλύπτοντας το 57% του μείγματος ηλεκτροπαραγωγής, ενώ το ίδιο κάνει και φέτος, δεν αφήνει το ανάλογο αποτύπωμα στις τιμές ρεύματος.
Μια αιτία μπορεί να είναι η υψηλή ακόμη συμμετοχή του φυσικού αερίου στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής.
Το γεγονός δηλαδή ότι παρά τις επανειλημμένες συζητήσεις σε επίπεδο Κομισιόν ότι πρέπει να αλλάξει η αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής αγοράς, εντούτοις ακόμη και σήμερα η τιμή χονδρεμπορικής καθορίζεται από το μεταβλητό κόστος της μονάδας που μπαίνει τελευταία στο σύστημα. Δηλαδή την ακριβότερη, εν προκειμένω το φυσικό αέριο.
Τι συμβαίνει όταν έχουμε εισαγωγές από γειτονικές χώρες;
Όταν αυτές είναι αρκετές, οι τιμές στη χονδρεμπορική πέφτουν. Δηλαδή όταν είμαστε ακριβότεροι από τις γειτονικές χώρες και εισάγουμε φθηνή ενέργεια για παράδειγμα από τη Βουλγαρία, η οποία διαθέτει φθηνά πυρηνικά ή τη Β.Μακεδονία, η οποία διαθέτει άφθονα υδροηλεκτρικά.
Όταν δεν έχουμε εισαγωγές και το μείγμα ηλεκτροπαραγωγής είναι, για παράδειγμα, 30%-40% από ΑΠΕ και 60%- 70% από φυσικό αέριο, τότε η τελική τιμή διαμορφώνεται από την ακριβότερη μονάδα.
Υπάρχουν και επιπλέον χρεώσεις στη χονδρική;
Ναι. Το κόστος εξισορρόπησης που χρεώνει ο ΑΔΜΗΕ στους προμηθευτές, ύψους 15,5 ευρώ/ MWh, επειδή έχουμε στοχαστικότητα δηλαδή πολλές ΑΠΕ, καθώς και οι αμοιβές ηλεκτροπαραγωγων με συμβατικές μονάδες για υπηρεσίες που προσφέρουν για την ευστάθεια του συστήματος.
Τα κόστη αυτά θα αυξηθούν όταν θα μπουν στο παιχνίδι οι μπαταρίες αποθήκευσης, τα υπεράκτια αιολικά πάρκα, τα δίκτυα διασύνδεσης, καθώς όλα αυτά τα έργα βαρύνονται με επιδοτήσεις οι οποίες είναι βέβαιο ότι θα «επιστρέψουν» με κάποιο τρόπο στον καταναλωτή.
Τι συμβαίνει με τη βιομηχανία; Επωφελείται από το φθηνό ρεύμα των ΑΠΕ;
Η βιομηχανία πληρώνει κόστος ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι και δύο φορές πάνω από τη Γερμανία.
Το πρόβλημα επιχειρείται να αντιμετωπιστεί με τα πράσινα διμερή συμβόλαια (PPAs) μεταξύ των μεγάλων ενεργοβόρων βιομηχανιών και ενεργειακών ομίλων, όπου τα συγκεκριμένα φωτοβολταϊκά θα παίρνουν κατ’ απόλυτη προτεραιότητα όρους σύνδεσης.
Στα φωτοβολταικά της σχετικής λίστας που πρόκειται σύντομα να εγκριθεί από τη κυβέρνηση, θα δίνεται το απόλυτο προβάδισμα, να μπουν στο σύστημα πριν από οποιοδήποτε άλλο στις υφιστάμενες σειρές.
Σύμφωνα πάντως με πρόσφατη μελέτη που έκανε η ολλανδική κυβέρνηση, συγκρίνοντας τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία και Βέλγιο, λαμβάνοντας υπόψη τις απαλλαγές από φόρους, δίκτυα, τέλη και επιδοτήσεις, όπως η αντιστάθμιση, προκύπτει ότι οι βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας στη Γερμανία είχαν πέρυσι τελική τιμή 46 ευρώ /MWh.
Από ανάλυση της Ενωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ), προκύπτει ότι η τιμή για το 2023 στην Ελλάδα ήταν 141.8 ευρώ /MWh, από την οποία εφόσον αφαιρεθούν τα 35 ευρώ / MWh (αντιστάθμιση), διαμορφώνεται στα 107 ευρώ/ MWh για όσους κλάδους εισπράττουν τη συγκεκριμένη επιδότηση.
Τι είναι η αντιστάθμιση;
Είναι ένα μέτρο επιδότησης του κόστους ενέργειας της βιομηχανίας, το οποίο στηρίζεται σε Κανονισμό της ΕΕ με στόχο την αποτροπή της διαρροής άνθρακα (carbon leakage), δηλαδή της μεταφοράς παραγωγής σε χώρες με χαλαρότερο θεσμικό πλαίσιο όσον αφορά τις εκπομπές ρύπων.
Η Ελλάδα είναι ανάμεσα στις χώρες που έχει εξασφαλίσει το πράσινο φως της Κομισιόν για επέκταση του μέτρου μέχρι το 2030. Τα κονδύλια αυτά προέρχονται από ποσοστό των εσόδων των πλειστηριασμών δικαιωμάτων ρύπων. Το ποσό αυτό το 2022, σύμφωνα με την Ενωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ), καθορίστηκε σε επίπεδα που δεν κάλυψε πλήρως την αποζημίωση των δικαιούχων επιχειρήσεων.
Εισπράττει η ελληνική βιομηχανία αντιστάθμιση ανάλογη με άλλων χωρών του Βορρά;
Οχι. Για παράδειγμα, η Γερμανία, έχει το ίδιο αποτύπωμα άνθρακα με την Ελλάδα, άρα η αποζημίωση για την αντιστάθμιση θα πρέπει να είναι ίδια.
Εκεί διαμορφώθηκε για πέρυσι στα 56,58 ευρώ/ΜWh καθώς συμπεριέλαβε και ένα επιπλέον ποσοστό αποζημίωσης 25% λόγω χαμηλής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, δυνατότητα που δίνει ο σχετικός Eυρωπαϊκός Kανονισμός. Αυτή η δυνατότητα στην Ελλάδα δεν έχει εφαρμοστεί, σύμφωνα με την ΕΒΙΚΕΝ για τα έτη 2022 και 2023.
Είναι μόνον αυτοί οι λόγοι για την τόσο μεγάλη απόκλιση των τιμών του βιομηχανικού ρεύματιος ανάμεσα στην Ελλάδα και άλλες χώρες;
Οχι. Η αλήθεια όμως είναι ότι πάντα θα υπάρχει ένα σημαντικό gap με την Β. Ευρώπη, καθώς η Ελλάδα είναι σαν ένα «απομονωμένο ενεργειακά νησί».
Οι μόνες της διασυνδεσεις είναι με Βαλκάνια και με την Ιταλία, όταν ο ευρωπαικός Βορράς έχει πολυ περισσότερες και ισχυρότερες επιλογές με χώρες οι οποίες έχουν φθηνό ενεργειακό μείγμα.
Η Γερμανία έχει διασυνδέσεις με τη Γαλλία, που διαθέτει φθηνά πυρηνικά, ενώ συνορεύει με χώρες που έχουν πολλά φθηνά υδροηλεκτρικά. Επίσης ο Βορράς έχει πολλά αιολικά που δεν κανιβαλλιζόνται τα μεσημέρια όπως συμβαίνει με τα φωτοβολταικά.
Βιώνουν και στον ευρωπαικό Βορρά το φαινόμενο των μηδενικών και αρνητικών τιμών;
Ασφαλώς. Το φαινόμενο των μηδενικών τιμών το βιώνουν για ώρες και στη Γερμανία, όταν φυσάει ασταμάτητα και η ενέργεια από τα αιολικά μπαίνει σε τεράστιους όγκους στο σύστημα, ωστόσο μπορούν να εξάγουν τις υπερβάλλουσες ποσότητες, δηλαδή αυτές που δεν χρειάζονται, καθώς βρίσκονται δίπλα σε χώρες, κυρίως εισαγωγικές. Δηλαδή, χώρες όπου η ζήτηση για ενέργεια είναι μεγάλη.
Αντίθετα στην Ελλάδα συνορεύουμε με χώρες όπου η ζήτηση είναι μικρή και η φθηνή ηλεκτρική ενέργεια (πχ Βουλγαρία λόγω πυρηνικών) τους περισσεύει. Αυτός ήταν και ο λόγος που παραδοσιακά μέχρι σήμερα εισάγουμε ρεύμα από τα Βαλκάνια. Στη νέα ωστόσο εποχή που ζούμε, οι τιμές χονδρικής «γυρίζουν» και στη Βουλγαρία σε μηδενικές και αρνητικές.
Μπορεί να επηρεάσει αυτή η νέα κατάσταση τη προσπάθεια της Ελλάδας να γίνει εξαγωγέας καθαρής ενέργειας προς την Ευρώπη τα επόμενα χρόνια;
Ασφαλώς. Το Σάββατο 13 Απρίλιου, οι τιμές στη βουλγαρική χονδρεμπορική αγορά, όχι μόνο ήταν μηδενικές αλλά και «γύρισαν» στο – 45 ευρώ / MWh. Τέτοιες τιμές σημαίνουν ότι ο επενδυτής παράγει και πληρώνει ο ίδιος για να βάλει την παραγωγή του στο σύστημα.
Τι μας λέει η συγκεκριμένη περίπτωση; Καταρχήν, ότι τα ελληνικά έργα που εξήγαγαν ηλεκτρική ενέργεια στη Βουλγαρία, στο διάστημα μεταξύ 11 το πρωί και 4 το απόγευμα, δεν πληρώθηκαν το παραμικρό.
Κυρίως όμως ότι το διασυνοριακό εμπόριο ρεύματος με τους γείτονες «γύρισε» σε εισαγωγικό στο peak μάλιστα της παραγωγής των ΑΠΕ.
Η νέα κανονικότητα των μηδενικών και αρνητικών τιμών θέτει εν αμφιβόλω ένα σημαντικό στόχο της ελληνικής κυβέρνησης: Τη μετατροπή της Ελλάδας σε έναν ισχυρό εξαγωγέα ενέργειας από ΑΠΕ.
Τι μας δείχνει το παράδειγμα της Βουλγαρίας;
Το παράδειγμα της Βουλγαρίας δείχνει ότι με το υπάρχων πανευρωπαϊκό μοντέλο του marginal pricing, δηλαδή τον πανευρωπαϊκό μηχανισμό για διασυνοριακό εμπόριο και το market coupling, το μοντέλο για τις διασυνδεδεμένες αγορές πολύ δύσκολα θα καταφέρουμε να γίνουμε εξαγωγείς.
Έχουμε μπει σε ένα φαύλο κύκλο, όπου υπερπαράγουμε ΑΠΕ όλο και περισσότερο, οι επενδυτές δεν έχουν ακόμη αντιληφθεί ότι οδηγούμαστε σε μια κατάσταση με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα ωρών και ημερών με μηδενικές τιμές, για τις οποίες δεν θα πληρώνονται και στην πραγματικότητα εκεί που μιλούσαμε για εξαγωγές, πλέον έχουμε εισαγωγές.
Τα παραπάνω δημιουργούν και άλλες στρεβλώσεις;
Ασφαλώς. Στον ΕΛΑΠΕ, το ταμείο απ’ όπου πληρώνονται για τη ταρίφα που έχουν «κλειδώσει» οι παραγωγοί ΑΠΕ.
Μηδενικές για πάνω από δύο ώρες τιμές ή αρνητικές, σημαίνουν βάσει των ευρωπαϊκών κανόνων, ότι οι συγκεκριμένοι επενδυτές δεν πληρώνονται.
Δεν αμείβονται για τις συγκεκριμένες ώρες από την αγορά, αφού η τιμή του ρεύματος κοστίζει 0,00 ευρώ/MWh, ούτε και παίρνουν την «ταρίφα» που έχουν κλειδώσει με διαγωνισμούς ή άλλο τρόπο. Απλώς για τις ώρες εκείνες έχουν μηδενικά έσοδα.
Αυτό λοιπόν που παρατηρείται τελευταίως είναι μια αγωνιώδης προσπάθεια από τους λεγόμενους Φορείς Σωρευτικής Εκπροσώπησης (ΦοΣΕ), τις εξειδικευμένες εταιρείες που καλούνται να βελτιστοποιήσουν την εμπορική διαχείριση των μονάδων ΑΠΕ, ώστε να κρατούν τη χονδρεμπορική τιμή στα 0,01 ευρώ / MWh.
Γιατί; Για να μην ανασταλούν οι πληρωμές των πελατών τους. Για να πάρουν τουλάχιστον οι πελάτες τους την ταρίφα που έχουν συμφωνήσει.
Οταν οι τιμές στη χονδρεμπορική αγορά ρεύματος είναι έστω και κατά μερικά δεκαδικά υψηλότερες του μηδενός, ο επενδυτής δικαιούται στο ακέραιο όλη του τη ταρίφα του.
Από που θα τη πάρει; Από τον ΕΛΑΠΕ. Είναι ένας ακόμη λόγος που το λογιστικό του έλλειμμα αναμένεται να φτάσει στα 200 εκατ. ευρώ στα τέλη του έτους, πυροδοτώντας και ταμειακά προβλήματα, είναι και αυτός.
(Αναδημοσίευση από το liberal.gr)
Πήγη: energypress.gr