Γιώργος Φιντικάκης

Το πρόσφατο ελληνικό «όχι» απέναντι στη κοινοτική πρόταση για μείωση κατά 90% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2040, μαζί με τους προβληματισμούς του ΓΓ του ΥΠΕΝ, Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη, χθες από το βήμα του «Power & Gas Forum», ότι το Green Deal κινδυνεύει να χάσει τη λαϊκή αποδοχή, δείχνουν την αυξανόμενη ανησυχία της κυβέρνησης για τα κόστη της πράσινης μετάβασης.

Είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα, από τους πιο πιστούς οπαδούς της πράσινης ευρωπαϊκής ατζέντας, παίρνει σαφείς αποστάσεις από βασικές κλιματικές πολιτικές της Ε.Ε, γεγονός που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Είναι μια νέα προσέγγιση σε σχέση με τη στάση που τηρούσε μέχρι τώρα.

Το δείχνει και η φράση του κ. Αιβαλιώτη, ότι η νέα Επιτροπή που θα προκύψει από τις εκλογές θα πρέπει να αντιμετωπίσει με ένα πιο δημιουργικό τρόπο την πράσινη μετάβαση, έτσι ώστε το Green Deal και το Fit for 55 να μη χάσουν τη λαική αποδοχή και συναίνεση που έχουν.

Η ελληνική κυβέρνηση, όπως και άλλες, συνειδητοποιούν ότι αυτός ο μαξιμαλισμός της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας να θέτει ολοένα και πιο υπερφιλόδοξους στόχους αμφίβολης υλοποίησης, μαζί με τις τεράστιες δαπάνες στις οποίες πρέπει να υποβληθούν τα νοικοκυριά για τη πράσινη μετάβαση, μπορεί να γυρίσει μπουμερανγκ. Και να χάσει το Green Deal την αποδοχή από τους ευρωπαίους πολίτες, κατ’ επέκταση να υπονομευτεί ανεπανόρθωρα η προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής στη πιο κρίσιμη καμπή.

Το γεγονός ότι με διαφορά μιας ημέρας, δύο Γενικοί Γραμματείς του υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας, πήραν σαφείς αποστάσεις από κομβικές πράσινες ευρωπαϊκές πολιτικές, κάτι λέει.

Τη Τετάρτη, ο ΓΓ του ΥΠΕΝ, αρμόδιος για το Φυσικό Περιβάλλον και τα Υδατα, Πέτρος Βαρελίδης, που εκπροσωπούσε τον υπουργό Θ.Σκυλακάκη στο Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος, εξέφρασε την αντίρρηση της χώρας στη πρόταση της Κομισιόν, σύμφωνα με την οποία η ΕΕ πρέπει να παράγει το 2040, λιγότερες κατά 90% εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε σχέση με εκείνες του 1990.

Τι καθιστά υπερφιλόδοξο και αμφιβόλου επιτυχίας αυτό το στόχο; Το γεγονός ότι από το 1990 έως το 2021, η ΕΕ έχει καταφέρει να μειώσει κατά 30% τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου. Στην πράξη, οι 27 χώρες θα πρέπει μέσα στη μιάμιση δεκαετία που απομένει έως το 2040, να πετύχουν τριπλάσια επίδοση, από εκείνη που κατάφεραν σε διάστημα τριάντα ολόκληρων ετών.

Το γεγονός ότι τέτοιοι στόχοι απαιτούν οικονομική στήριξη πολλαπλάσια της σημερινής, ότι η μετάβαση χωρίς ευρεία κοινωνική αποδοχή δεν θα πετύχει και ότι η Ελλάδα στηρίζει τη πράσινη ατζέντα αλλά δεν έχει νόημα η ΕΕ να βάζει τόσο ψηλά τον πήχη, όταν οι μεγάλοι ρυπαντές (ΗΠΑ, Κίνα), με πολύ μεγαλύτερη συμμετοχή στο παγκόσμιο ΑΕΠ, ακολουθούν εντελώς διαφορετικές πολιτικές, συνοψίζουν σε αδρές γραμμές τους λόγους της ελληνικής άρνησης, όπως τους διατύπωσε ο κ. Βαρελίδης.

Τα παραδείγματα των 3 νέων Οδηγιών

Έχει ενδιαφέρον ότι μια μέρα μετά, το ίδιο θέμα ανέδειξε και ο κ. Αϊβαλιώτης, εξηγώντας με παραδείγματα πώς η εμμονή της γραφειοκρατίας της ΕΕ να βάζει ολοένα και πιο φιλόδοξους στόχους, ενέχει τον κίνδυνο να δυναμιτήσει την στήριξη των ευρωπαίων πολιτών στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής.

Έφερε τρία παραδείγματα νέων Οδηγιών, που έχουν έρθει πρόσφατα, καθώς και τα κόστη που συνεπάγεται η εφαρμογή τους στην Ελλάδα. Η πρώτη αφορά την ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών που ανήκουν σε ενεργειακή κλάση κάτω από «Ε», δηλαδή σπίτια που έχουν κατασκευαστεί με τον ισχύοντα κανονισμό θερμομόνωσης, μετά το 1979. Αυτά πρέπει έως το 2035 να έχουν αναβαθμιστεί τουλάχιστον σε κλάση «Ε». Σύμφωνα με τους υπολογισμούς που παρέθεσε ο κ. Αιβαλιώτης, μιλάμε για περίπου 1,3 εκατομμύρια κατοικίες στην Ελλάδα και για ένα υπολογιζόμενο κόστος της τάξης των 25 δισ ευρώ μέχρι το 2035.

Η δεύτερη Οδηγία αφορά την καθολική απαγόρευση μέχρι το 2040 όλων των καυστήρων και λεβήτων πετρελαίου και φυσικού αέριου, τους οποίους σήμερα επιδοτούμε, και την αντικατάσταση τους με αντλίες θερμότητας ή άλλα μέσα. Σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς, όπως είπε ο Γενικός, το κόστος θα ανέλθει σε άλλα 25 δισ. ευρώ.

Μέχρι τώρα μιλάμε για ένα επιπλέον λογαριασμό κοντά στα 50 δισ ευρώ, ο οποίος δεν είχε υπολογιστεί από το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), όταν είχε δημοσιοποιηθεί το Νοέμβριο του 2023. Έβγαζε ήδη έναν αρκετά μεγάλο λογαριασμό όσον αφορά τις δαπάνες της πράσινης μετάβασης μέχρι το 2030, της τάξης των 190 δισ ευρώ, χωρίς όμως να συμπεριλαμβάνει όλα τα παραπάνω.

Το τρίτο παράδειγμα που έφερε ο κ. Αϊβαλιώτης είναι αυτό για την αντικατάσταση μέχρι το 2050, όλων των κλιματιστικών που χρησιμοποιούν ως ψυκτικό μέσο φθόριο ή μείγματά του, και την αγορά κλιματιστικών που χρησιμοποιούν πεντάνιο. Εδώ το κόστος, όπως είπε, είναι άγνωστου ύψους.

Έρχεται νέος φόρος για να καλυφθεί το κενό του ΕΦΚ;

Και υπάρχουν κι άλλα, που επίσης δεν έχουν υπολογιστεί στο ΕΣΕΚ. Για παράδειγμα, λίγοι έχουν παρατηρήσει ότι στο κεφάλαιο για το δημοσιονομικό αντίκτυπο της πράσινης μετάβασης και ειδικά στο σημείο για την αναπόφευκτη μείωση στη ζήτηση ορυκτών καυσίμων, το ΕΣΕΚ μιλά ξεκάθαρα για την ανάγκη να βρεθεί τρόπος να αναπληρωθούν τα φορολογικά έσοδα που σήμερα εισπράττει το κράτος (ΕΦΚ και ΦΠΑ) από βενζίνες και ντίζελ.

«Η κάλυψη του δημοσιονομικού κενού που θα προκύψει θα πρέπει να καλυφθεί από νέους φόρους που θα πρέπει να σχεδιασθούν ώστε να μην εναντιώνονται ή να συμβάλλουν αρνητικά στη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα», αναφέρει χαρακτηριστικά το κείμενο που έχει σταλεί στη Κομισιόν.

Ενα θέμα που αναμφίβολα θα προκαλέσει αντιδράσεις και που είναι το τελευταίο που θα ήθελε να αναδείξει η κυβέρνηση. Έχει υπολογιστεί για παράδειγμα, ότι το ετήσιο κόστος της πολιτικής προώθησης της ηλεκτροκίνησης στην Ελλάδα είναι περί τα 800 εκατ. ευρώ. Τμήμα του ποσού είναι οι επιδοτήσεις που δίνονται για την αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων, ωστόσο ένα άλλο τμήμα αφορά τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης που επιβάλλεται στη βενζίνη και το ντίζελ κίνησης. Η αντικατάσταση τμήματος του συμβατικού στόλου με ηλεκτρικά οχήματα, σημαίνει ότι από κάπου θα πρέπει να καλυφθεί η απώλεια εσόδων από τον ΕΦΚ…

Ενισχύουν τον ευρωσκεπτικισμό

Στην ουσία, η ελληνική κυβέρνηση συνειδητοποιεί ότι οι νέοι υπερφιλόδοξοι στόχοι φορτώνουν κι άλλο τα κόστη και ενισχύουν τον ευρωσκεπτικισμό και το παιχνίδι των ακραίων φωνών, οι οποίες καιρό τώρα κάνουν πολιτική με το σύνθημα ότι η πράσινη μετάβαση είναι ακριβή, καθόλου επωφελής για τους πολλούς, παρά αφορά λίγα μεγαλοσυμφέροντα.

Και ενώ αυτό που χρειάζεται να κάνει η Κομισιόν για να πειστούν όσοι ακόμη θεωρούν ότι η πράσινη μετάβαση δεν είναι και το πιο επείγον ζήτημα, είναι να δείξει ότι αντιλαμβάνεται τις ανησυχίες όσων μιλούν για υπερβολικά κόστη και να τα εξορθολογίσει, εκείνη ανεβάζει ολοένα και περισσότερο τον λογαριασμό.

Την ίδια μάλιστα στιγμή που η έγνοια της Κομισιόν είναι να ρίχνει χρήματα στη πράσινη μετάβαση, τα κεφάλαια για τυχόν αποζημιώσεις από νέα ακραία κλιματικά φαινόμενα, όπως αυτά στο Ταμείο Αλληλεγγύης για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών δεν αρκούν. Το καταλάβαμε καλά και στην Ελλάδα όταν πέρυσι, μετά τις καταστροφές στη Θεσσαλία, όταν αιτήθηκε βοήθειας η ελληνική κυβέρνηση, έγινε γνωστό ότι το Ταμείο Αλληλεγγύης θα συμβάλλει μόλις στο 6% των ζημιών που έγιναν στη χώρα.

Η Ε. Επιτροπή συνεχίζει να δίνει μεγάλη προτεραιότητα στη πράσινη μετάβαση, χωρίς να έχει αντιμετωπίσει επαρκώς τις ανάγκες που θα προκύψουν εφόσον η φετινή αποδεχθεί χειρότερη χρονιά από τη περυσινή, γεγονός που επίσης ενισχύει την αμφισβήτηση. Αυτά όλα δημιουργούν ένα προβληματισμό κατά πόσο οι προτεραιότητες που δίνουμε είναι οι σωστές, όπως είπε ο κ. Αϊβαλιώτης.

Έχει τη σημασία του ότι όλ’ αυτά δεν είναι απλώς προσωπικές απόψεις ανθρώπων που απλώς παρατηρούν τις εξελίξεις, αλλά ανησυχίες που διατυπώνονται από αρμόδια κυβερνητικά χείλη. «Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μεγάλος οικονομολόγος για να δει ότι όλοι αυτοί είναι στόχοι μεγάλης φιλοδοξίας, για τους οποίους προφανώς έχουμε και τη βούληση και την υποχρέωση να ακολουθήσουμε, αλλά μάλλον θα πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί στις επιδιώξεις μας», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Γ.Γ Ενέργειας.